νεκροφιλία

νεκροφιλία
η
(ψυχιατρ.) γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ικανοποίηση τής σεξουαλικής επιθυμίας με πτώματα, αλλ. βαμπιρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophilia < necro- (< νεκρός) + -philia (< -φιλία < -φίλος < φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεκροφιλία — η η τάση για ερωτική ικανοποίηση σε νεκρά σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρόφιλος — η, ο 1. σχετικός με τη νεκροφιλία 2. ως ουσ. αυτός που παρουσιάζει τάσεις νεκροφιλίας, που πάσχει από νεκροφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. necrophile < necro (< νεκρός) + phile (< φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ.… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Embirikos — ( el. Ανδρέας Εμπειρίκος) (Brăila, 1901 ndash; Athens, 1975) was a Greek surrealist poet and the first Greek psychoanalyst.LifeEmbirikos came from a wealthy family as his father was an important ship owner. He was born in Brăila, Romania, but his …   Wikipedia

  • Nekrophil — Klassifikation nach ICD 10 F65.8 Sonstige Störungen der Sexualpräferenz …   Deutsch Wikipedia

  • Nekrophilie — Klassifikation nach ICD 10 F65.8 Sonstige Störungen der Sexualpräferenz …   Deutsch Wikipedia

  • ασέλγεια — Κάθε ακόλαστη πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί των εγκλημάτων α., με κυριότερους τον εξαναγκασμό σε α., την κατάχρηση σε α. (εξώγαμη συνουσία με άτομο που δεν έχει σώας τας φρένες),… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”